- καταδακτυλικος
- καταδακτυλικόςκατα-δακτῠλικός3ощупывающий пальцем Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
καταδακτυλικός — καταδακτυλικός, ή, όν (Α) αυτός που έχει συνήθεια να «καταδακτυλίζει». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δακτυλικός (< δάκτυλος)] … Dictionary of Greek
καταδακτυλικός — inclined thereto masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)